παλαιομάτωρ

παλαιομάτωρ
παλαιομάτωρ, -ορος, ἡ (Α)
αυτή που υπήρξε μητέρα σε παλαιούς χρόνους («ἰὼ Ζεῡ, τᾱς παλαιομάτορας παιδογόνε πόριος Ἰνάχου», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιο-* + -μᾶτωρ (< μήτηρ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παλαιομάτορος — παλαιομάτωρ ancient mother masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλαιο- — και παλι(ο) (ΑΜ παλαιο ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. παλαιός και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό είναι αρχαίο (πρβλ. παλαιογενής) ή έγινε πριν από πολλά χρόνια (πρβλ. παλαιόκτητος) ή οπισθοδρομικό, συντηρητικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”